- υποστήριγμα
- το /ὑποστήριγμα, -ίγματος, ΝΜΑ [ὑποστηρίζω]καθετί που στηρίζει αποκάτω, υπόβαθρονεοελλ.καθετί που υποβαστάζει, αντέρεισμα, αντηρίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποστήριγμα — underprop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποστήριγμα — το, ατος 1. καθετί που στηρίζει κάτι αποκάτω, υπόβαθρο, υποστύλωμα. 2. γενικά ό,τι υποβαστάει, αντέρεισμα, αντηρίδα, αντιστήριγμα. 3. μτφ., ηθική υποστήριξη, προστασία, βοήθημα: Μη φοβάσαι, θα μ έχεις υποστήριγμά σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποστηριγμάτων — ὑποστήριγμα underprop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστηρίγματα — ὑποστήριγμα underprop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστηρίγματι — ὑποστήριγμα underprop neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρεισμα — το (AM ἔρεισμα) [ερείδω] 1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι 2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι») β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης… … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
αντιστύλι — το 1. αντέρεισμα, υποστήριγμα 2. στήριγμα, υποστήριγμα, προστάτης … Dictionary of Greek
ερεισματικός — ή, ό [έρεισμα] αυτός που χρησιμεύει ως στήριγμα («ερεισματική δοκός» το δοκάρι που χρησιμεύει ως υποστήριγμα, σε οικοδομικές ή άλλες κατασκευές). επίρρ... ερεισματικώς με τρόπο που παρέχει υποστήριγμα … Dictionary of Greek
τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… … Dictionary of Greek